Friday, 23 December 2022

Γουρ(ου)νοχαρά!

 


Γράφει ο Στέλιος Φούντας


Μ’ ένα ξεροκόμματο απ’ το καρβέλι, ελιές και σκελίδα σκόρδο στην παλάμη "ξεκάμπισε" ο Τσίλιας, ο σφαγέας,…γαλότσες μαύρες, παντελόνι παραλλαγής απ’ το παιδί του που ήταν φαντάρος, μαχαίρι κι ακόνι στην πλαϊνή αριστερή τσέπη, καπνοσακούλα και ροζ φυλλάδια καπνοπαραγωγών στη δεξιά τσέπη.

-Θα μας πιάσει η βροχή, γαμούτ’!
-Έχω κρεμάσει και μέσα στο στάβλο τσιγκέλια.
-Θα τα τ'φεκίσουμε στο κεφάλι;
-Θα πουλήσω και τα κεφάλια, ας μη βρούνε σκάγια στο πιάτο τους.
-Φέρε τη βαριοπούλα τότε.
-Θ΄ανεβάσω τα μεγάλα παραπάνω, έχω ρίξει καλαμπόκι κάτω απ’ τις ελιές, να ξεχαστούν, να σκάψουν και τις ελιές, να μην τσιρίζουν, να μη βλέπουν.

Χτύπημα στον αυχένα με τη βαριοπούλα και ο θηριωδής κάπρος έπεσε αργά πρώτα στα δυο του πόδια κι έπειτα ξάπλωσε στο πλούσιο απ’ τις βροχές γρασίδι.

-Θες βοήθειαααα; ρώτησε από μακριά ο βόσκων τα υπόλοιπα μελλοθάνατα γ(ου)ρούνια.
-Κάνε τη δ'λειά σ'! Είναι το παιδί εδώ!
-Θα συνέλθει; ρώτησε το παιδί.

-Δε θα προλάβει ξεστόμισε και τελετουργικά ξεκούμπωσε την αριστερή τσέπη. Λαβή ξύλινη, βρώμικη, σκούρα από αίμα. Λάμα γυαλιστερή, κοφτερή, αν είχε ήλιο θα τους τύφλωνε.
-Τράβα τα πίσω ποδάρια, διέταξε. Το παιδί πλησίασε δειλά, σάπιες ελιές ξεχασμένες απ’ τη συγκομιδή, μισοφαγωμένες απ’ τα πουλιά είχαν καρφωθεί στις σκληρές γουρουνότριχες. Τράβηξε τα πίσω πόδια, ο Τσίλιας τράβηξε το κεφάλι του κάπρου, η μυρωδιά του σκόρδου απ’ το στόμα του σκέπασε την μπόχα του κάπρου.

-Κατοστάρι το κόβω….και κοίταξε το τσιγκέλι στην γέρικη ελιά.
-Θ’ αντέξει; ρώτησε το παιδί. Το μαχαίρι βυθίστηκε στην καρωτίδα, ζεστό κατακόκκινο αίμα πετάχτηκε, το πράσινο χορτάρι έγινε κόκκινο. Ανοιγόκλεινε τα μάτια του ο κάπρος, το παιδί έσκυψε να δει.

-Κράταααα!!! Μη χαζεύεις! Σηκώνονται "στα στραβά" καμμιά φορά. Δε σηκώθηκε. Ριπή κρύου ανέμου διέλυσε την γουρουνίλα και τη σκορδίλα, πάγωσε τον καταρράκτη του αίματος.

-Έρχεται μπουρίνι. Να προλάβουμε. Κι ο δεξιοτέχνης της σφαγής ξεκίνησε το γδάρσιμο. Αίματα, δέρματα κι οι πρώτες χοντρές στάλες της βροχής έπαιζαν μουσική στα τσίγκια του σταύλου, στο αδιάβροχο του παιδιού, υπόκωφοι ήχοι στο σώμα του σφαχτού. Ορχήστρα.  Άνοιξε και τη δεξιά τσέπη, έδωσε την καπνοσακούλα στο παιδί.

-Στρίψε ένα άμα θες και βάλ’τη στο στάβλο να μη βραχεί. Όσο να γυρίσει το παιδί είχε κόψει ήδη τα πόδια στο γόνατο, το κεφάλι όρθιο σ' ένα βράχο, σφίγγα του Τσίλια να κοιτάει κατά τον αστραποβροντούντα Μπούμπ’στο. Το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια του.

-Θα πάθεις δηλητηρίαση απ’ το αίμα, είπε το παιδί, καλός μαθητής στη βιολογία του Γυμνασίου.
-Το’ χα πάθει όταν πρωτόσφαξα δεκαπέντε χρονών, στα χρόνια σου ήμουν. Το’ πε κι αυτό!
-Το τελευταίο θα το σφάξεις εσύ!

-Κάντε γρήγορα ωρέ Τσίλια, είναι άλλα εφτά κομμάτια, ακούστηκε απ’ τ απάνω καταράχι ο κτηνοτρόφος.
-Θα τα στείλω Αγρίνιο κι Αθήνα απόψε με το παιδί, έχω κανονίσει το ταξί απ’ τον Κραβασαρά!
-Θα πας κι Αθηνά, άντε να το κρεμάσουμε στο τσιγκέλι.

Βαρύ. Ασήκωτο. Δράση-αντίδραση, γλιστρούσαν οι γαλότσες του και τα αρβυλάκια του παιδιού στο παχύ χορτάρι στο στρώμα των σάπιων ελιών και φύλλων. Το ξεφλούδισε σα πορτοκάλι, η βροχή δυνάμωνε.

-Είναι γούρι το σφάξιμο στη βροχή, είπε όταν πήρε το μαχαίρι απ’ το στόμα κι άνοιξε την κοιλιά του. Σπλάχνα, εντόσθια και βαριά μυρουδιά ξεχυθήκαν στο χώρο. Γέμισαν λεκάνες, σκαφίδια, σακούλες, λαδόκολλες, χασαπόχαρτα. Έσφαζε, έγδερνε, κάπνιζε. Η βροχή δεν τον σταμάτησε.

-Φέρτε και το πέμπτο…ωραία χοιρινά έχετε, να πεις στον πατέρα σου θα πάρω κι εγώ. Ξέρεις τι ώρα θα πας Αθήνα;
-Δε ξέρω, τώρα τ άκουσα κι εγώ.
-Στην Πετρούπολη έχω την αδερφή μου, να σ’ δώσω τ’ διεύθυνση να της πάτε ένα τέταρτο απ’ τα μεσαία, καμμιά εικοσαριά κιλά;
-Δε ξέρω από Αθήνα, δεν έχω ξαναπάει. Το απόγευμα τέλειωσαν μες τα αίματα, τα δέρματα.

-Εσύ θα πας είπε ο πατέρας στο παιδί, θα μαζέψεις και τα λεφτά. 

Αίματα, δέρματα, περιττώματα, λεφτά. Ονόματα, διευθύνσεις, τηλέφωνα δόθηκαν στο μισθωμένο ταξί. Τσιγαρίλα, κρεατίλα για τέσσερις ώρες, συννεφιά, βροχή, διόδια, διώρυγα, διυλιστήρια, Ελευσίνα, Δαφνί, Αθήνα, Ομόνοια, Πετρούπολη, Λιόσια, Ζωγράφου, Ιλίσια.

-Καλές γιορτές, έφερα το κρέας απ’ το χωριό.
-Χρόνια Πολλά!... κι η αριστερή και δεξιά τσέπη του παιδιού γέμισαν πεντοχίλιαρα, χιλιάρικα, πεντακοσάρικα.

"Είναι γούρι το σφάξιμο στη βροχή"!


- - - - - - - - - - - - - - - - - -

Σχόλιο (Νίκος Ζαρκαδούλας)

Τι έθιμα έχετε εσείς οι Έλληνες τα Χριστούγεννα; ρώτησε. Τι της λες τώρα; Αράδιασα, γαλοπούλες, μελομακάρονα, χριστόψωμα... ώσπου θυμήθηκα το κείμενο του Στέλιου. Αυτό το ρόλο του παιδιού τον έχω πάιξει και γω, σκέφτηκα. Και αν οι εικόνες φαντάζουν σκληρές και αλλόκοτες, έτσι ήταν. Και σε αλλα μέρη της Ελλάδας (εκτός του Ξηρομέρου) ονόμαζαν "γουρνοχαρά" το έθιμο της σφαγής του γουρουνιού  την παραμονή των Χριστουγέννων. Η ιστορία και η γραφή του Στέλιου Φούντα σε βάζει στη σκηνή σα να τη ζεις,  ξαναζωντανεύει τη μνήμη. Βλέπεις ολόγυρα το χωριό με τις καμινάδες να καπνίζουν, ακούς γουρούνια να σκούζουν... η μυρωδιά του σπληνάντερου ή ψημένου χοιρινού κρέατος, η τσίκνα απο τ' καζάνι με τις τσιγαρίδες π' αχνίζει... σου σπαει τη μυτη ....''και του χρόνου παχύτερο"! Ηταν η ευχή! 

Καλά Χριστούγεννα!


Πως τους πετσόκοψες έτσι ρε….Σταρακά!

         Μια κοινωνία, μια χώρα αλλά δύο παράλληλοι κόσμοι! Υποκλίνομαι κυρία μου!    Υποκλίνομαι στην αγωνιστικότητα και μαχητικότητα που δ...