Sunday 21 March 2021

Σιωπή


Εδώ στο Αγρίνιο που ήρθα το ’79, τ’ ανάστημα του ανθρώπου μετριούνταν με τη γνώμη του, την άποψή του.
-  «Ωραία μιλάει ο τάδε… μα τι ωραία μιλάει ο δείνα!»
-  «Έχει άποψη o άνθρωπος, φαίνεται στα λόγια του!»
Κοίταζα σαν ξένος της πόλης ετούτης. Στο χωριό τ’ ανάστημα του ανθρώπου μετριόταν με το μόχθο. Στο σπίτι μου με το μόχθο και την σιωπή. Η σιωπή είναι χρυσός, έλεγαν.
Απαξιωμένοι οι φλύαροι, οι πολυλογάδες, οι κενολόγοι. Παρατεταμένες σιωπές όχι από δειλία ή από φόβο. Σιωπές από κούραση, σιωπές από σεβασμό, σιωπές από σεμνότητα. Σιωπές γιατί το κάθε μυαλό ταξίδευε, συνέθετε λύσεις στο πεδίο της πράξης.

-  «Τι νέα Κωστάντω», ρώταγε η θεία ρουφώντας αθόρυβα τον ελληνικό καφέ από χοντρό αντρικό φλυτζάνι.
-   «Αγώνας Σωτήρω μ’»…. βύθισμα του λόγου.
Μαύρα μαντήλια, μαύρα φουστάνια, μαύρες μπέρτες.
-   «Έχει ελιές το Λαγκάδακι; »
-   «Κάτι έχει είπε ο Μπάκιας».
Σιωπή!
Έτριζε μια κλάρα στο τζάκι, γαύγιζε ένα σκυλί, νιαούριζε μια πεινασμένη γάτα ….κι έσκιζαν την σιωπή των τριών γυναικών. Απέριττη ζωή, απέριττη κοινωνία.
- «Κανόνισε γάμο ο Λόλος;», ρώτησε η μάνα μου την κατουνιώτ’σα θειά της.
-   «Ποια να τον πάρει Κωστάντω; Πάνε οι παλιές γυναίκες» .
Μοντάζ δε χρειαζόταν αυτό το πλάνο, τίποτα δεν προεξείχε της ζωής.
-   «Τα παιδιά τι τάξη πάνε;»

Ήθελα να πεταχτώ να πω: πάω πρώτη, κάθομαι με το Νίκο, η δασκάλα λέγεται Δάμαρις, κάνουμε μάθημα μαζί με την Τρίτη, πήρα μπράβο στην ορθογραφία… ήθελα να μιλήσω. Η μάνα μου με κοίταξε και είπε τις απαραίτητες δεκαεννιά λέξεις:
- «Ο Βασίλης σταμάτησε, ο Τάκης πέμπτη γυμνάσιου, ο Γιώργος πρώτη γυμνασίου, η Κική Πέμπτη δημοτικού και το ψιμάδι πρώτη».
Αυλαία πάλι!
«Γιατί δε τα στείλατε Κατούνα Κωστάντω; Θα τα βοηθούσαμε κι εμείς».
- «Είπαμε για καλύτερα, τα φτάνουμε από τη Βελαώρα συντομότερα, είναι κι η κουνιάδα μου στο Αγρίνιο».
Παύση!
- «Καλή πρόοδο», είπε η θεία Σωτήρω και απ’στόμισε* το φλυτζάνι στο πιατέλο.
Δεν υπήρχε χρόνος να τις πιέζει, άγνωστη η βιασύνη και η φλυαρία. Είχαν την εξουσία στο χρόνο γιατί είχαν στο λόγο. Μόνο οι κλάρες στο τζάκι μετρούσαν το χρόνο αποτεφρωμένες.
-  «Κρυώνετε; Να βάλω κάνα χοντρό ξύλο; Μισή ώρα κρατάνε τα λιανά. Κάηκαν κιόλας», ρώτησε η μάνα μου τις δυο θειάδες της από την Κατούνα.
-  «Όχι εμείς ο Στελάκης μην κρυώνει»…. και με κοίταξαν.
-  «Όχι!» απάντησα μονολεκτικά μπαίνοντας στο κλίμα.

Πέρασαν τα χρόνια, είδα και γνώρισα πολλούς ανθρώπους ομιλητικούς, ρήτορες, άριστους χειριστές του λόγου, άκουσα επιχειρήματα, αποδείξεις, αίτια και αιτιατά, δομημένες απαντήσεις, μακροσκελή κείμενα, παραπομπές, υποσημειώσεις, θέματα και παραθέματα εξαντλημένα, «καμένα» όπως λέμε, είδα κοινωνίες να σέρνονται στην επικαιρότητα, λέξεις οργής, καταγγελίας, συνθήματα, προκηρύξεις επαναστατικές, μανιφέστα, ερωτικές εξομολογήσεις, ένα σημείωμα αυτοκτονούντος κι ένιωθα πάντα το περιττό, το άχρηστο, το ανούσιο, τη βία και τον εκβιασμό που ασκεί ο λόγος σ’ αυτόν που τον εκφέρει.

- «Φεύγουμε Κωστάντω, θα περάσει η συγκοινωνία στις έξι για Κατούνα».
«Ο Χρήστος ο Μενελάου είναι με το λεωφορείο, πήρε καινούργιο».
-  «Κουράγιο».
-  «Χαιρετήματα στο Μπάκια».

Η άλλη, η τρίτη γυναίκα δε μίλησε ποτέ. Δε την ξανάδα. Δε ρώτησα ποτέ τη μάνα μου ποια ήταν; Ποιος τολμούσε;
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, στο σπίτι, ξενύχτισμα της νεκρής μάνας. Γέρικα χέρια, λουλούδια κήπου όχι και πολύ κοντά στην μοντέρνα ανθοδετική, αλουμινόχαρτο στους μίσχους. Μπήκε, προχώρησε αγέρωχα και σιωπηλά προς τη σορό. Με κοίταξε. Με αναγνώρισε.
- «Πώς το καταδέχτηκε αυτό η μάνα σου; με ρώτησε αυστηρά».
Την αγκάλιασα. Εφτά λέξεις άκουσα μόνο απ’ αυτή τη γυναίκα σε είκοσι πέντε χρόνια. Απ’ τον Αετό ήταν, έμαθα ήρθε με τα πόδια. Δυο ώρες δρόμο.
Μόχθος, σιωπή και λιτότητα ορίζουν τον άνθρωπο!

-----------------------------------------
 
*απ’στόμισε: γύρισε ανάποδα 

1 comment:

Πως τους πετσόκοψες έτσι ρε….Σταρακά!

         Μια κοινωνία, μια χώρα αλλά δύο παράλληλοι κόσμοι! Υποκλίνομαι κυρία μου!    Υποκλίνομαι στην αγωνιστικότητα και μαχητικότητα που δ...