Saturday 13 March 2021

Θεροσαρακοστή

Γράφει ο Στέλιος Φούντας

Είχε μια σοφίτα η αποθήκη. Είχαμε ανοιχτή καταπακτή κι ανέβαινα.
Μεσούντος του θέρους γεμάτα καπνά τα χωράφια. Ανέβηκα, μέσα σ’ αράχνες, σκόνες και πυρωμένα κεραμίδια βρήκα το χαρταετό. Πήρα μια κουβάρα καπνόσπαγγο που είχαμε για τσ’ αρμάθες, κάτι παλιοεφημερίδες να προσθέσω ουρά κι ανέβηκα στην ταράτσα. Το ιλουστρασιόν απ’ το Ρομάντζο δεν έκανε, ήτανε βαρύ.

Μαΐστρος απ’ την Αμβρακία, ιδανικά μποφόρ. Η μάνα μου σταυροκοπήθηκε. Ο πατέρας μου απ’ το καφενείο τ’ Τάκελου μ' έδειχνε στους φίλους του και γελούσαν.

Σάββατο μάλλον θα ήταν ή παραμονή της Αγίας Παρασκευής. Οι μόνες μέρες του καλοκαιριού που είχαν όνομα, όνομα κι ανάπαυλα απ’ τα καπνά. Οι γυναίκες έπλεναν, οι άντρες έπιναν. Ο μπάρμπα Γιώργος ο Κοκκιός ψήνονταν προσπαθώντας να ψήσει ένα γουρουνόπουλο που είχε ήδη προπωληθεί απ’ το μεσημέρι. Τραχτέρια: Στάγιερ, Μάσεϊ Φέργκιουσον, Μπελαρούς και το Ιντερνασιονάλ τ’ Μπέσσα γέμιζαν τα δυο πάρκινγκ δίπλα απ’ το σπίτι μου. Ξωμάχοι, πεζοί με τη γκλίτσα υπομάλης, λάμβαναν θέση στα τραπεζάκια των δυο καφενείων.

 -«Γέλιο και θέατρο θα μας κάνεις απόψε», είπε η μάνα μου έχοντας μια μπουγάδα στα χέρια ν' απλώσει στην ταράτσα.
- «Τώρα ήβρες ν' απλώσεις ρούχα;» μουρμούρισα, ενοχλημένος που θα μου έπαιρνε χώρο απ’ τη βάση απογείωσης χαρταετών.
- «Σε κοιτάνε όλοι…. καλοκαίρι και χαρταετός για παλαβό θα σε περασ'νε!» 
Δεν έβγαλα κουβέντα!
- «Άπλωσε τα άμα τελειώσεις", συνέχισε και κατέβηκε να τηγανίσει μελιτζάνες και κολοκυθάκια. Μόνο αυτή έτρωγε απ’ αυτά.

Είχα εκπαιδευτεί σε απογειώσεις, σχεδόν κάθετες. Ούτε βοηθό ήθελα, ούτε τροχοδρόμηση δεκάδων μέτρων, όπως έβλεπα στους ατζαμήδες. Εμπρός μου όμως εμπόδιζε η κορφή της κουτσουπιάς που ακόμα στολίζει την αυλή, αριστερά στα τριάντα μέτρα η Εθνική οδός με κίνηση καλοκαιριού, δεξιά τα καπνά του γείτονα που μια ρίζα αν του έσπαγες οδυρόταν σα να καιγόταν ο κόσμος.

 -«Μόνο ψηλά μπορώ», σκέφτηκα.
-
«Κι αν πέσει;». Παντού φυτεμένα καπνά, μέχρι το Μαχαλιώτικο. Η καθυστέρηση για την εκπόνηση σχεδίου πτήσης, είχε εκνευρίσει τους θεατές στα καφενεία.

- «Αι Στέλιο. Σήκωσέ τον!», φώναζαν κι ανήγαν μια ακόμη μπύρα. Οι γεροντότεροι, πιο σοφοί, ήταν σκυμμένοι στο ούζο τους.

Βαθιά ανάσα, συγκέντρωση, βλέμμα βορειοδυτικά και μέτρηση των μποφόρ με το δέρμα του προσώπου. Τον αφήνω, τανύζω το σπάγκο σα θυμιατό κι απελευθερώνω τόσο όσο ο Μαΐστρος ζητούσε. Ξέφυγε απ’ την κουτσουπιά, μα στο μέσο του δικού μας χωραφιού κιότεψε. 

–«Όχι, όχι μην πέσεις», παρακαλάω. Μαζεύω σπάγκο μισού μέτρου, οσφυοκάμπτω, πάλλεται προβληματισμένος, τραβώ μέχρι τις μύτες των δακτύλων των ποδιών μου, ισορροπεί, το κοινό στα καφενεία σηκώνεται με αγωνία να εκτιμήσει τη φάση, ριπή ανέμου τον σταθεροποιεί, αφήνω σπάγκο, απομακρύνεται κι ανυψώνεται, περνά το διώροφο σπίτι των Ζαρκαδ’λαίων. Λήξη πανικού!!

Οι θεατές απ’ τον Τάκελο ανακουφισμένοι γύρισαν στις κουβέντες τους. Στ’ άλλο καφενείο είχε βγει το γουρουνόπουλο, ούτε που ασχολούνταν πια με τον χαρταετό μου εκείνο το σούρουπο τ’ Αλωνάρη.

Μόνο ο πιλότος ξέρει το ρίσκο της πτήσης. Προσωρινή ηρεμία. Η μάχη κερδήθηκε όχι ο πόλεμος: καλώδια της ΔΕΗ, δημόσιος φωτισμός της εθνικής οδού, νταλίκες, λεωφορεία κι ένα διώροφο της Contiki Τours.

- «Κανόνισε να γίνει κάνα τροχαίο να τρέχουμε», είπε ο πατέρας μου με μια λαδόκολλα και δυο Άμστελ στο χέρι, καθώς γύριζε απ’ το καφενείο. Νουθέτησε κι η μάνα μου:
Αι παιδάκι 'μ, έπαιξες τώρα…μάζεψε τον κι έλα να φας, θα τ' απλώσω εγώ τα ρούχα.»

Πάντα μ άρεσε η μοναχικότητα δράσης. Όταν οι προβολείς δεν είναι πάνω μου είμαι πιο παραγωγικός. Στο μεταίχμιο μέρας και νύχτας, αναψυχής και ύπνου, τρίτης και τέταρτης μπύρας, ο χαρταετός κύριος, υπάκουος, ελεγχόμενος, ανέβαινε, απομακρυνόταν.

Στο μέσο Παπαδάτου και Μαχαλάς, πριν την Αγία Παρασκευή, εκεί που είναι ο κόμβος της Ιονίας οδού, τον άφησα να εποπτεύει ως προϊστορικό drone τα καπνά, τις λιάστρες, τους αγρότες, το σούρουπο. Έδεσα την καλούμπα στο κάγκελο της ταράτσας και τον παρατηρούσα χωρίς να τον κατευθύνω. Κοπάδια από πουλιά περνούσαν δίπλα του. Κατέβηκα να φάω.

- «Τον μάζεψες;»
- «Όχι τον έχω στον αυτόματο. θα τον αφήσω όλη νύχτα.»
-«Θα πέσει ο αέρας και θα πέσει κι ο αετός»,
είπε ο πατέρας μου.
Πετάχτηκα μέχρι το καφενείο να πάρω μια ακόμη μπύρα. Διψάγαμε.
Καλή Σαρακοστή Στέλιο!»
-«Χρόνια πολλά»,
είπα, αναγνωρίζοντας το χιούμορ.

Μια ίνα καπνόσπαγγου χαλαρή δεμένη στο κάγκελο της ταράτσας. Συνέχιζε πεσμένη στην κορυφή της Κουτσουπιάς, την ακολούθησα όπως ο Θησέας το μίτο, πέρναγε απ’ την καρυδιά των Κοκκιαίων.
- «Τι ψάχνεις Στέλιο πρωί-πρωί;», ρώτησε η Θεία Γεωργούλα.

Αγκάθια, λυγαριές, μάραθα στα πόδια. Με την αφή του σπάγκου έφτασα μέχρι το γιοφύρι. Ευτυχώς ήταν σχόλη και δεν υπήρχαν αργατιές στα χωράφια. Κοντά στο γιοφύρι πριν τα Γκουβέικα ο αντίχειρας κι ο δείχτης αδειάσαν. Η κλωστή, ο καπνόσπαγγος, η καλούμπα τέλειωσε.
Για τροχαίο ατύχημα δεν άκουσα, κακό δεν έκανα, κάποιος θα τον βρει. Κάποιος θ’ αναρωτηθεί, μακάρι να είναι παιδί!

Πόσες κουβάρες σπάγκο έβαλες ωρέ Στέλιο;»
-«Είμαστε για σπάγκο αύριο»
, είπε με γινάτι ο πατέρας.
Πέντε κατοστάρικα η δωδεκάδα!», συνέχισε.
-«Καλή σαρακοστή πάτερα!».


No comments:

Post a Comment

Πως τους πετσόκοψες έτσι ρε….Σταρακά!

         Μια κοινωνία, μια χώρα αλλά δύο παράλληλοι κόσμοι! Υποκλίνομαι κυρία μου!    Υποκλίνομαι στην αγωνιστικότητα και μαχητικότητα που δ...