Thursday, 25 March 2021

"Οδηγίες" Τσάμικου

 

Σημ. Η φωτογραφία δεν είναι με photoshop, στα τριάντα έπιανα ταβάνι :)
   

Γράφει ο Νίκος Ζαρκαδούλας

    - «Φέτος το θεατρικό έχει και χορό», ανακοίνωσε ο Δάσκαλος ο Ρήτας. 
    - «Όποιος ξέρει να μπει μπροστά», κάποιος είπε δειλά.
     Μιλιά δεν ακούστηκε. Μας έδωσε το χαρτί, το «ρόλο». Χάρηκα. Δε θα παίξω Τούρκο φέτος, όμως το μάτι μου έπεσε στην πρώτη σκηνή: Μπαίνεις σέρνοντας το χορό…. Πρέπει να’ταν Μάρτης του  '77 στην τεράρτη ή πέμπτη τάξη του δημοτικού. Σχολική γιορτή.
     - «Θα πεις ποίημα φέτος;» ρώτησε η μάνα μου
    - «Φέτος δεν έχω μόνο ποίημα θα παίξω και σκετς».
    - «Να δω πότε θα τα μάθεις που πετάς τη σάκα για μπάλα και δε στρώνεσαι»! Μονολόγησε.
    - «Αυτά θα τα μάθω … χορό όμως;» είπα και άλλαξα θέμα.
- «Θέλω στολή!»
     Λεφτά για στολές και φουστανέλες δεν περίσσευαν. Ένα λευκό σεντόνι ή μακρύ τραπεζομάντιλο δίπλωνε με μαεστρία η γειτόνισσα, η θείτσα Θανασία. Δεν το’ ραβε, ίσα που το έπιανε πρόχειρα μ' αραιή βελονιά και με παραμάνες, μη το χαλάσει, δεν ήταν μόνο για μια χρήση.
    Όσο ζύγωναν οι μέρες είχαμε πρόβα και το απόγευμα. Δουλεύαμε καιρό, μα στο χορό δεν τα καταφέρναμε. 
 - «Στην αρχή καλά, μετά χάνεστε».
- «Αν χάσετε το βήμα θα το κόψω, μη φοβάστε, μια στροφή μόνο. Ίσα να βρείτε τις θέσεις στη σκηνή», ανακοίνωσε ο δάσκαλος.
     Κάθε χρόνο έστηνε παράσταση ο Ρήτας. Δυο πράγματα δεν θα ξεχάσω απ' το Δημοτικό. Τις σκηνές που στήναμε στις γιορτές και τις τριανταφυλλιές που μας έβαζε να φυτέψουμε στο προαύλιο. Όλοι δουλεύαμε, και αυτός. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα έτρεχαν στο μέτωπό του, έσπρωχνε τα γυαλιά του πίσω στη θέση τους και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Στρογγυλοπρόσωπος, γινόταν ακόμα πιο ροδαλός από την έξαψη και τη χαρά, λες και η χειρωνακτική εργασία είναι λυτρωτική, λες και ξεκουράζει το πνεύμα, λες και παίρνει ανάσες το μυαλό. 
     Τη σκηνή τη στήσαμε στη μέση της μοναδικής αίθουσας του σχολείου.  Ανοίξαμε τη μεσαία πόρτα, το χώρισμα από τις δύο «τάξεις». Τα μεγάλα ξύλινα θρανία των τριών τάξεων - Τετάρτης, Πέμπτης και Έκτης - έγιναν θέσεις θεατών, και τα επίπεδα θρανία - τα «παιδικά» - το πάτωμα της σκηνής. Το σανίδι. Φέραμε μπαντανίες και στρώσαμε πάνω και σεντόνια για αυλαία. Ο δάσκαλος έφτιαξε το μηχανισμό να ανοιγοκλείνει. Δάφνες και αφίσες ηρώων του ’21 έκρυβαν τις ατέλειες.
     Ήγγικεν η ώρα. Τέλειωσε η δοξολογία. Όσοι είχαν ζωντανά τα 'χαν αρμέξει, τα «έβγαλαν» και είχαν γυρίσει στο χωριό. Οι άλλες δουλειές μπορούσαν να περιμένουν. 
- «Σήμερα είναι γιορτή», έλεγαν.
    Οι «ηθοποιοί» πίσω απ' τη σκηνή, έτοιμοι, ανυπόμονοι, με ψίθυρους αγωνίας και νευρικά γέλια. Σε κάποιον έφυγε η παραμάνα από τη φουστανέλα και πάλευε να τη φτιάξει. 
Άνοιξε η διπλανή πόρτα και ο κόσμος απ'το προαύλιο χύθηκε να πάρει θέση στην «πλατεία». Έτριζαν τα θρανία και οι καρέκλες, ώσπου τακτοποιήθηκαν όλοι. Κόπασε η βουή. 
Από τη χαραμάδα έριξα μια κλεφτή ματιά στους θεατές, νόμισα όλο το χωριό χωράει στη μια τάξη του σχολείου. 
 - «Καλά  ο πατέρας μου και η μάνα μου, μα ήρθε και η θειά μου που έχει μεγάλα παιδιά και δεν πάνε  σχολείο», σκέφτηκα. 
 - «Σειρά σας, βγαίνετε», φώναξε ο δάσκαλος και έσπρωξε το κουμπί στο κασετόφωνο.  
     Τρέμουλο. «Ωχ! ξέχασα το πρώτο βήμα, πως πάει;» Ο πίσω μου με έσπρωξε. Βγήκαμε. 
«Σαράντα παλληκάρια από την Λειβαδιά
Πάνε για να πατήσουνε την Τριπολιτσά
Στο δρόμο…»
    Το έκοψε!!! 
-----
    - «Σβάρνισες τα ποδάρια'σ’ γλήγορα-γλήγορα και 'τρύπωσες', να μη σε βλέπουμε», η κριτική της μάνας μου. 
Η ίδια χόρευε και τραγουδούσε καλά, όμως τέτοιο "φίντμπακ" στις μέρες μας διώκεται ποινικά. 
- «Δε σ’ άρεσε ε»;
- «Πρωτοχορευτής σε τσάμικο θέλει λεβεντιά, ορθός να’σαι, μ’ ολάνοιχτα χέρια, αργά, μη βιάζεσαι…μη σέρνεις τα ποδάρια».
- «Στο χτύπο πάτα: Ένα, δύο...ένα ...»
    Χρόνια αργότερα, στην Αθήνα, όταν μου περίσσεψαν λίγα χρήματα, πήγα σε μια σχολή χορού. Απωθημένο το ‘χα!
 - «Θέλω να μάθω χορό», είπα σε ένα χοροδιδάσκαλο.
- «Εδώ διδάσκουμε πολλούς χορούς...», άρχισε να εξηγεί. Τον έκοψα:
- «Δεν θέλω πολλούς, έναν θέλω μόνο ….τσάμικο!»
 Ξεκίνησε η πρόβα: Λεβέντης είσαι μάτια μου!
- «Αυτό είναι αργό συρτό», είπα. 
- «Ναί! Συρτός στα τρια, αλλά άσε το χορό τα λόγια άκου, οδηγίες τσάμικου είναι», αποκρίθηκε. Γύρισε το κασετόφωνο πίσω και άφησε τη Βαγγελιώ Χρηστιά να συνεχίσει:
   « Λεβέντης είσαι μάτια μου, λεβέντικα χορεύεις,
    Λεβέντικα πατάς τη γη και δεν την κουρνιαχτίζεις»  
 Φεύγοντας ξαναθυμήθηκα τη μάνα μου:
- «Ορθός, ίσα το κορμί... στις μύτες πάτα, στον αέρα, μη πατάς τη γη!»



 __________________________

 [Σχόλιο: Ο Δάσκαλός μας ήταν ο Ρήτας (Ερωτόκριτος) Πιτσούλιας. Φωτογραφίες απο κείνη την εποχή δεν έχω και δεν ξέρω αν και κάποιος είχε μηχανή να τραβήξει τότε στο χωριό.]  

No comments:

Post a Comment