__________________________
Thursday, 25 March 2021
"Οδηγίες" Τσάμικου
Sunday, 21 March 2021
Σιωπή
Εδώ στο Αγρίνιο που ήρθα το ’79, τ’ ανάστημα του ανθρώπου μετριούνταν με τη γνώμη του, την άποψή του.
- «Ωραία μιλάει ο τάδε… μα τι ωραία μιλάει ο δείνα!»
Απαξιωμένοι οι φλύαροι, οι πολυλογάδες, οι κενολόγοι. Παρατεταμένες σιωπές όχι από δειλία ή από φόβο. Σιωπές από κούραση, σιωπές από σεβασμό, σιωπές από σεμνότητα. Σιωπές γιατί το κάθε μυαλό ταξίδευε, συνέθετε λύσεις στο πεδίο της πράξης.
- «Τι νέα Κωστάντω», ρώταγε η θεία ρουφώντας αθόρυβα τον ελληνικό καφέ από χοντρό αντρικό φλυτζάνι.
- «Έχει ελιές το Λαγκάδακι; »
Έτριζε μια κλάρα στο τζάκι, γαύγιζε ένα σκυλί, νιαούριζε μια πεινασμένη γάτα ….κι έσκιζαν την σιωπή των τριών γυναικών. Απέριττη ζωή, απέριττη κοινωνία.
- «Κανόνισε γάμο ο Λόλος;», ρώτησε η μάνα μου την κατουνιώτ’σα θειά της.
- «Τα παιδιά τι τάξη πάνε;»
- «Ο Βασίλης σταμάτησε, ο Τάκης πέμπτη γυμνάσιου, ο Γιώργος πρώτη γυμνασίου, η Κική Πέμπτη δημοτικού και το ψιμάδι πρώτη».
- «Γιατί δε τα στείλατε Κατούνα Κωστάντω; Θα τα βοηθούσαμε κι εμείς».
- «Καλή πρόοδο», είπε η θεία Σωτήρω και απ’στόμισε* το φλυτζάνι στο πιατέλο.
- «Κρυώνετε; Να βάλω κάνα χοντρό ξύλο; Μισή ώρα κρατάνε τα λιανά. Κάηκαν κιόλας», ρώτησε η μάνα μου τις δυο θειάδες της από την Κατούνα.
- «Φεύγουμε Κωστάντω, θα περάσει η συγκοινωνία στις έξι για Κατούνα».
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, στο σπίτι, ξενύχτισμα της νεκρής μάνας. Γέρικα χέρια, λουλούδια κήπου όχι και πολύ κοντά στην μοντέρνα ανθοδετική, αλουμινόχαρτο στους μίσχους. Μπήκε, προχώρησε αγέρωχα και σιωπηλά προς τη σορό. Με κοίταξε. Με αναγνώρισε.
- «Πώς το καταδέχτηκε αυτό η μάνα σου; με ρώτησε αυστηρά».
Την αγκάλιασα. Εφτά λέξεις άκουσα μόνο απ’ αυτή τη γυναίκα σε είκοσι πέντε χρόνια. Απ’ τον Αετό ήταν, έμαθα ήρθε με τα πόδια. Δυο ώρες δρόμο.
Μόχθος, σιωπή και λιτότητα ορίζουν τον άνθρωπο!
*απ’στόμισε: γύρισε ανάποδα
Tuesday, 16 March 2021
Ωχρά Χρόνια!
Ήταν μουντό τ’ Αγρίνιο όταν κατέβηκα να μάθω γράμματα. Όχι μουντό, ξεθωριασμένο! Δεν είχε το φως της φύσης. Οι άνθρωποι πνίγουν το φως. Ωχρά τα κτίρια, οι δρόμοι, οι άνθρωποι … κομφορμισμός, μικροαστισμός. Πόλη που μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου.
Μια αίσθηση καθεστώτος από ευσεβίστικους κύκλους χριστιανών, μια αίσθηση νόρμας και καθηκοντολογίου από την αριστερά. Ο κότσος στις καθηγήτριες, ο Ριζοσπάστης στην κωλότσεπη στη πλατεία τ’ απόγευμα από αριστερούς. Έκανα χάζι, έψαχνα απαντήσεις. Ήξερα από ανάγκες υπακοής στη φύση: Όλοι οργώναμε με τα πρωτοβρόχια, όλοι φοράγαμε ζεστά ρούχα στο κρύο, όλοι κολλάγαμε το καλοκαίρι απ’ την κόλλα του καπνού, μα ομοιογένεια κι υπακοή στ’ αόρατο δεν είχα ξαναδεί.
- «Μη πας με τις μόδες», έλεγε η μάνα μου.
- «Αυτό είναι η μόδα», σκέφτηκα. Αλλά η μόδα είναι για όλους, αυτοί είναι δυο μόδες τουλάχιστον στην ίδια πόλη.
Χωματόδρομοι στο Άγιο Κωνσταντίνο, ανοιχτό το ρέμα, χωριατόπαιδα στο γυμνάσιο.
-«Να γραφτείτε στο κατηχητικό», έλεγε ο γυμνασιάρχης.
-«Να έρθεις στη συγκέντρωση στην πλατεία» έλεγε ο Σπύρος απ’ την Γ΄ γυμνασίου.
-«Αυτοί εδώ στην πόλη όλο λόγια είναι», σκέφτηκα.
Δε πήγα κατηχητικό. Πήγα πλατεία. Πρώτη φορά κατέβαινα τόσο κάτω απ’ τη φωλίτσα μου: Πιτσαρία Στρόμπολι, Κάπα Ταφ, Μπαρδάκης Οπτικά - αναβόσβηνε κι άλλαζε χρώματα - πλατεία Δημοκρατίας, Ματραλής, πηγαδάκια, εξέδρα. Εννιά στους δέκα είχαν το Ριζοσπάστη στην κωλότσεπη να φαίνεται, κι ένας στους δέκα την Αυγή.
-«Χρειάζεται μια πλατφόρμα να συνενώσει όλες τις τάσεις, έλεγε ένας με μούσι.
Πήγε το μυαλό μου στις πλατφόρμες των τρακτέρ: Καρατσικάκης, Κολονέλος, ωφέλιμο φορτίο, απόβαρο, πράσινες, σκουριασμένες, λάστιχα να φαίνονται τα σύρματα, να κωλώσει το τρακτέρ, να περάσει η κοτσαδούρα … στο Ρίβιο ένας έσπασε το σαγόνι του όπως έφυγε προς τα πάνω.
-«Είναι μπελάς οι πλατφόρμες, είπα. Γύρισε και με κοίταξε αυστηρά, με βλέμμα παθιασμένο.
-«Αυτά τα λέει το ΚΚΕ που θέλει νάνε ο νταβατζής της εργατιάς», είπε. Κι άλλη άγνωστη λέξη. Το νταβά τον ήξερα, έφκιανε κιπρίνια η μάνα μου. Έκανα τουμπεκί, μη δείξω την αμορφωσιά μου. Με έβαλε όμως στο μάτι.
-«Όπως γράφει σήμερα η Αυγή…», συνέχισε και την ξεδίπλωσε απ’ το τζάκετ κοιτάζοντας σκανταλιάρικα απέναντι που ήταν οι Ριζοσπάστηδες. Άρχισε να διαβάζει μια ανάλυση. Σιγά μη χαράμιζα χρόνο για χαρτιά και λόγια τυπωμένα. Αυτόν παρατηρούσα. Πάθος μαγνητοφώνου … κάτι συνέδρια, κάτι ολομέλειες, κάτι διασπάσεις διάβαζε κάτω από μια τσιμεντένια κολόνα φωτισμού της μικρής μας πόλης. Ωχρό κι αυτηνής το φως. Μόνο η παρακείμενη νεραντζιά ήταν του κόσμου μου, της ιδεολογίας, της θεωρίας μου.
-«Η ενότητα του κινήματος είναι αναγκαία», είπα, έχοντας στο μυαλό μου τους άθλους των χωριανών μου στο χωράφι, στο λιοστάσι, στη φιλανθρωπία επί αδύναμων συγχωριανών. Με ταχύτητα υπερυπολογιστή με γρήγορο πρόγραμμα άνοιξε νέο παράθυρο:
-«Όχι σύντροφε, βία και σύγκρουση αν χρειαστεί! Η βία είναι η μαμή της ιστορίας!!»
-«Ναι, αλλά ο διχασμός θρυμματίζει τις δυνάμεις, κι από μονός του είναι μια αρνητική κατάσταση». Άργησε δε καθόταν η σκέψη μου στην νευροβιολογική του πλατφόρμα.
-«Αυτές είναι αστικές σκέψεις», είπε.
-«Εγώ από χωριό είμαι», ψέλλισα.
-«Μικροϊδιοκτήτες γης, είσαι συντηρητικός», απάντησε.
-«Είμαι αθώος», ψιθύρισα φεύγοντας.
Ευτυχώς που δεν είχα ενοχοποιητικό χαρακτήρα. Θα έτρεχα ακόμη σε ψυχιάτρους. Δουλεύω στα χωράφια κι αυτός με είπε αστό. Εκεί που είναι τώρα το παγωτατζίδικο γύρισα και ξανακοίταξα, χάιδευε ως άγιο δισκοπότηρο την Αυγή του.
Δεκαπέντε χρόνια μετά κυνηγούσα διαφημίσεις για τις τοπικές εφημερίδες, να βγει το μεροκάματο. Μπήκα στο γραφείο του, είχε ανοιχτή την τηλεόραση και κοίταζε το δείκτη του χρηματιστήριου, Financial Times. Ούτε πλατφόρμες, ούτε νταβατζήδες, ούτε Αυγές πουρνό-πουρνό.
Αθώοι-ένοχοι δε θα το κρίνω εγώ. Η φύση έχει φυσική επιλογή, όχι καλός – κακός, αθώος – ένοχος. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα έχουν οι ωχροί άνθρωποι.
[Νίκος Ζαρκαδούλας: Τον Στέλιο Φούντα δεν τον συνάντησα (ακόμα). Λένε πρέπει να έχεις απόσταση από τον καλλιτέχνη, έτσι εκτιμάς το έργο του :) Τα 'χει τα θετικά του ο σολιαλ-μιντιακός αλγόριθμος που τον έφερε στο διάβα μου. Είναι γνωστό ότι μας φέρνει ότι μας αρέσει, ότι θέλουμε να ακούσουμε, μας χαϊδεύει τα αυτιά, μας χτυπάει την πλάτη, μας ... απομονώνει. Το τελευταίο είναι για άλλη κουβέντα θα μου πείτε. Δεν είμαι ειδικός, αλλά μ’ αρέσει το γράψιμό του. 'Ίσως γιατί μεγαλώσαμε δίπλα-δίπλα, χωρίς να το ξέρουμε, και δεν χρειάζομαι αστερίσκους στις λέξεις και στους αφαιρετικούς του συλλογισμούς. Δωρικός. Είναι να σαν λυπάται να χαραμίσει τι λέξεις του. Τις μετράει. Σε αφήνει να φαντάζεσαι την σκηνή, να την τελειώσεις μόνος σου. Ο ίδιος λέει: "Δεν είμαι λογοτέχνης, γράφω τις δύσκολες μέρες μου". Σ' ευχαριστώ Στέλιο!]
......
[Και συ τι κατάλαβες από αυτό καλέ Μπαμπά;
Τι να σου πω κόρη μου; Δεν θέλω να σε προκαταβάλω. Κάθε πίνακας, τραγούδι, διήγημα κλπ. γεννά διαφορετικά συναισθήματα στους ανθρώπους ανάλογα με τη στιγμή, τη διάθεση, την ηλικία. Δεν ξέρω. Θα έλεγα, να μη μένω προσκολλημένος σε ιδέες, να’μαι ανοιχτός, να συνδιαλέγομαι. Όλα αλλάζουν. Τίποτα δεν μένει αμετακίνητο!]